- Τούρκος
- ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος2. (κατ' επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;»)3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωποςβ) πολύ θυμωμένος, έξαλλος από οργή («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)4. (το αρσ. ως προσηγ.) τούρκος(για ξίδι ή οινοπνευματώδες ποτό) πολύ αψύς («αυτό το ξίδι είναι τούρκος»)5. φρ. «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν Τούρκος, οθωμανικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turk. Η λ. Τούρκος απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση ή προέρχεται από τους Τούρκους (πρβλ. τουρκο-λόγος, τουρκο-μερίτης, τουρκο-φάγος). Παράλληλα, όμως, λόγω τής αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό τουρκ(ο)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. τού σκληρού, τού άγριου, τού βίαιου (πρβλ. τουρκ-άλογο, τουρκό-γερος), αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις με χροιά υποτιμητική ή υβριστική (πρβλ. τουρκό-βοϊδο, τουρκό-σπορος) για να δηλώσει την αντίσταση στη γνωστή σκληρή στάση τών Τούρκων απέναντι στους Έλληνες και γενικότερα στους χριστιανούς].
Dictionary of Greek. 2013.